- βλαισούμαι
- βλαισοῡμαι (-όομαι) (Α) [βλαισός]είμαι βλαισός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βλαίσωση — η (Α βλαίσωσις) [βλαισούμαι] η βλαισότητα αρχ. σχήμα του ρητορικού λόγου είναι η παράταξη δύο αντίθετων προτάσεων κάθε μία από τις οποίες ακολουθείται από δύο αντίθετα συμπεράσματα … Dictionary of Greek